Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καινούργιος, -ια, -ιο
και-νούρ-γιος επίθετο



αρσενικό: ο καινούργιος
θηλυκό: η καινούργια
ουδέτερο: το καινούργιο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Στη γειτονιά μας άνοιξε ένα καινούργιο σουπερμάρκετ.
Συνώνυμα:  νέος
Αντώνυμα:  παλιός
new
 


 2. Στις διακοπές θα κάνω πολλούς καινούργιους φίλους.
new
Συνώνυμα:  νέος
Αντώνυμα:  παλιός