Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κακοκαιρία, η
κα-κο-και-ρί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της κακοκαιρίας - των κακοκαιριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Αύριο θα έχει κακοκαιρία σε όλη τη χώρα.
Σχετικές λέξεις:  κακός καιρός
bad weather