Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλλιτέχνης, ο
καλ-λι-τέ-χνης ουσιαστικό, αρσενικό



Γενική: του καλλιτέχνη - των καλλιτεχνών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο Πικάσο είναι ένας καλλιτέχνης, γνωστός σε όλο τον κόσμο.
Σχετικές λέξεις:  καλός τέχνη καλλιτεχνικός καλλιτεχνικά
artist
 


 2. Δες το θηλυκό: καλλιτέχνιδα.