Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλλιτεχνικός, -ή, -ό
καλ-λι-τε-χνι-κός επίθετο



αρσενικό: ο καλλιτεχνικός
θηλυκό: η καλλιτεχνική
ουδέτερο: το καλλιτεχνικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Σαν μουσικός που είναι, έχει μεγάλο καλλιτεχνικό ταλέντο.
Σχετικές λέξεις:  καλλιτεχνικά καλλιτέχνης
artistic