Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλλιτεχνικά, τα
καλ-λι-τε-χνι-κά ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: των καλλιτεχνικών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στο μάθημα των καλλιτεχνικών μαθαίνουμε για τα χρώματα.
Σχετικές λέξεις:  καλλιτέχνης καλλιτεχνικός
art