Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλοκαίρι, το
κα-λο-καί-ρι ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του καλοκαιριού - των καλοκαιριών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το καλοκαίρι τα σχολεία κλείνουν για τρεις μήνες.
Σχετικές λέξεις:  καλός καιρός καλοκαιρινός
summer