Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



καλοκαιρινός, -ή, -ό
κα-λο-και-ρι-νός επίθετο



αρσενικό: ο καλοκαιρινός
θηλυκό: η καλοκαιρινή
ουδέτερο: το καλοκαιρινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μόλις αρχίζει η ζέστη, βγάζουμε από τις ντουλάπες τα καλοκαιρινά ρούχα.
Συνώνυμα:  καλοκαιριάτικος
Σχετικές λέξεις:  καλοκαίρι
summer
 


 2. Προτιμώ τα καλοκαιρινά από τα χειμερινά σινεμά.
summer