Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κονταίνω
κο-νταί-νω ρήμα



Αόριστος: κόντυνα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Όσο μεγαλώνουμε ψηλώνουμε, δεν κονταίνουμε.
Αντώνυμα:  ψηλώνω
Σχετικές λέξεις:  κοντός
grow shorter
 


 2. Θέλω να κοντύνω το παντελόνι μου, γιατί είναι πολύ μακρύ.
shorten