Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κοντός, -η, -ο
κο-ντός επίθετο



αρσενικό: ο κοντός
θηλυκό: η κοντή
ουδέτερο: το κοντό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Δεν φτάνω στο ντουλάπι, όπως ο αδελφός μου, γιατί είμαι πιο κοντή.
Αντώνυμα:  ψηλός
Σχετικές λέξεις:  κονταίνω
short
 


 2. Σήμερα κάνει ζέστη, γι' αυτό θα βάλω κοντό παντελόνι.
shorts
Αντώνυμα:  μακρύς