Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ψηλώνω
ψη-λώ-νω ρήμα



Αόριστος: ψήλωσα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ψήλωσε ξαφνικά και δεν του χωράνε τα ρούχα του.
Αντώνυμα:  κονταίνω
Σχετικές λέξεις:  ψηλός ψηλά
grow
ψηλώνω


 2. Θα βάλουμε άλλη μία σειρά πέτρες για να ψηλώσουμε τη μάντρα.
make higher
Αντώνυμα:  χαμηλώνω