Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κοντεύω
κο-ντεύ-ω ρήμα



Αόριστος: κόντεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μένουν μόνο τρία χιλιόμετρα μέχρι το χωριό. Κοντεύουμε να φτάσουμε.
Σχετικές λέξεις:  κοντινός κοντά
near
 


 2. Η ώρα είναι 11.30. Κοντεύει μεσημέρι.
it is almost
Συνώνυμα:  πλησιάζω
 


 3. Όταν έμαθα το νέο, κόντεψα να τρελαθώ από τη χαρά μου.
I nearly