Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κοντινός, -ή, -ό
κο-ντι-νός επίθετο



αρσενικό: ο κοντινός
θηλυκό: η κοντινή
ουδέτερο: το κοντινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Η πιο κοντινή πόλη στο χωριό μας είναι η Θεσσαλονίκη.
Αντώνυμα:  μακρινός
Σχετικές λέξεις:  κοντά κοντεύω
near
 


 2. Είμαστε κοντινοί συγγενείς. Ο πατέρας του και ο πατέρας μου είναι αδέλφια.
close
Συνώνυμα:  στενός
Αντώνυμα:  μακρινός
 


 3. Θα γίνουν πολλές αλλαγές στο κοντινό μέλλον.
near
Αντώνυμα:  μακρινός