Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σώμα, το
σώ-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του σώματος - των σωμάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το σώμα αυτού του αγάλματος μοιάζει με αληθινό.
Συνώνυμα:  κορμί
Σχετικές λέξεις:  σωματικός μεγαλόσωμος μικρόσωμος ολόσωμος
body
 


 2. Ο ήλιος είναι ουράνιο σώμα.
body