Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κουταμάρα, η
κου-τα-μά-ρα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της κουταμάρας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τι κουταμάρα να μην πάρω μαζί μου ομπρέλα. Άρχισε να βρέχει!
Συνώνυμα:  χαζομάρα
Σχετικές λέξεις:  κουτός
stupid thing