Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



χαζομάρα, η
χα-ζο-μά-ρα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της χαζομάρας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν ξέρω τι είχα πάθει χτες κι έκανα συνέχεια χαζομάρες.
Συνώνυμα:  αηδία κουταμάρα
Σχετικές λέξεις:  χαζός χαζεύω
stupid things