Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κρυωμένος, -η, -ο
κρυ-ω-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο κρυωμένος
θηλυκό: η κρυωμένη
ουδέτερο: το κρυωμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Δεν θα πάω σχολείο σήμερα, γιατί είμαι κρυωμένος.
Σχετικές λέξεις:  κρυώνω κρύωμα κρύο κρύος κρυολόγημα κρυολογώ
have a cold