Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κυκλοφορία, η
κυ-κλο-φο-ρί-α ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της κυκλοφορίας
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Απαγορεύεται η κυκλοφορία αυτοκινήτων σε όλο το νησί.
Σχετικές λέξεις:  κυκλοφορώ κυκλοφοριακός
circulation
 


 2. Υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία στους δρόμους αυτή την ώρα.
traffic
 


 3. Η κυκλοφορία του αίματος γίνεται με τα αγγεία.
circulation
 


 4. Όλα τα αυτοκίνητα έχουν πινακίδες κυκλοφορίας.
lisence plates