Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κυκλοφορώ
κυ-κλο-φο-ρώ ρήμα



Αόριστος: κυκλοφόρησα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Δεν κυκλοφορώ ποτέ αργά το βράδυ μόνος μου σ' αυτά τα μέρη.
Σχετικές λέξεις:  κυκλοφορία κυκλοφοριακός
walk around
 


 2. Τα νέα κυκλοφόρησαν πολύ γρήγορα.
spread
 


 3. Σε λίγο θα κυκλοφορήσει μια καινούργια έκδοση της Οδύσσειας.
come out
Συνώνυμα:  βγαίνω
 


 4. Κυκλοφόρησαν καινούργια χαρτονομίσματα.
circulate