Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



κυκλοφοριακός, -ή, -ό
κυ-κλο-φο-ρι-α-κός επίθετο



αρσενικό: ο κυκλοφοριακός
θηλυκό: η κυκλοφοριακή
ουδέτερο: το κυκλοφοριακό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το κέντρο της πόλης έχει μεγάλο κυκλοφοριακό πρόβλημα.
Σχετικές λέξεις:  κυκλοφορία κυκλοφορώ
traffic