Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λίγος, -η, -ο
λί-γος επίθετο



αρσενικό: ο λίγος
θηλυκό: η λίγη
ουδέτερο: το λίγο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα ήθελα λίγο αλάτι στη σαλάτα μου.
Αντώνυμα:  πολύς
Σχετικές λέξεις:  λίγο λιγοστεύω λιγότερος
a little
 


 2. Στο χωριό μένουν πια λίγοι κάτοικοι.
few
Αντώνυμα:  πολύς
 


 3. Έχω ακόμα λίγη δουλειά να κάνω.
a little
Αντώνυμα:  πολύς