Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λιγοστεύω
λι-γο-στεύ-ω ρήμα



Αόριστος: λιγόστεψα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Τα τρόφιμα λιγοστεύουν. Πρέπει να πάμε για ψώνια.
Συνώνυμα:  τελειώνω
Σχετικές λέξεις:  λίγος λίγο λιγότερος
run short