Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λογοτέχνης, ο, η
λο-γο-τέ-χνης ουσιαστικό, αρσενικό - θηλυκό



Γενική: του/της λογοτέχνη - των λογοτεχνών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι συγγραφείς και οι ποιητές είναι λογοτέχνες.
Σχετικές λέξεις:  λογοτεχνία λογοτεχνικός λόγος
man of letters