Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



λογοτεχνικός, -ή, -ό
λο-γο-τε-χνι-κός επίθετο



αρσενικό: ο λογοτεχνικός
θηλυκό: η λογοτεχνική
ουδέτερο: το λογοτεχνικό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Πήρα ένα λογοτεχνικό βιβλίο, για να διαβάζω στο ταξίδι.
Σχετικές λέξεις:  λογοτεχνία λογοτέχνης λόγος
literary