Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μακρινός, -ή, -ό
μα-κρι-νός επίθετο



αρσενικό: ο μακρινός
θηλυκό: η μακρινή
ουδέτερο: το μακρινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μένει σ' ένα μακρινό χωριό. Γι' αυτό δεν την βλέπουμε συχνά.
Αντώνυμα:  κοντινός
Σχετικές λέξεις:  μακριά
remote
 


 2. Της αρέσει να λέει ιστορίες από το μακρινό παρελθόν.
distant
Αντώνυμα:  κοντινός
 


 3. Στο γάμο ήρθαν όλοι οι συγγενείς, ακόμα κι οι πιο μακρινοί.
distant
Αντώνυμα:  κοντινός στενός