Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



στενός, -ή, -ό
στε-νός επίθετο



αρσενικό: ο στενός
θηλυκό: η στενή
ουδέτερο: το στενό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Ο δρόμος είναι πολύ στενός, γι' αυτό τα αυτοκίνητα δε χωρούν να περάσουν.
Αντώνυμα:  φαρδύς
Σχετικές λέξεις:  στενό στενεύω μακρόστενος
narrow
 


 2. Δεν μπορώ να φορέσω τα καινούργια παπούτσια, γιατί είναι πολύ στενά.
tight
Συνώνυμα:  σφιχτός
 


 3. Οι γονείς και τα παιδιά είναι πολλοί στενοί συγγενείς.
close
Συνώνυμα:  κοντινός
Αντώνυμα:  μακρινός