Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μακρόστενος, -η, -ο
μα-κρό-στε-νος επίθετο



αρσενικό: ο μακρόστενος
θηλυκό: η μακρόστενη
ουδέτερο: το μακρόστενο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Το μακρόστενο τραπέζι μάς αρέσει περισσότερο από το στρογγυλό που είχαμε παλιά.
Σχετικές λέξεις:  μακρύς στενός
long
μακρόστενος, -η, -ο