Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεγαλωμένος, -η, -ο
με-γα-λω-μέ-νος επίθετο



αρσενικό: ο μεγαλωμένος
θηλυκό: η μεγαλωμένη
ουδέτερο: το μεγαλωμένο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο πατέρας μου είναι μεγαλωμένος σε χωριό. Ήρθε στην πόλη χρόνια αργότερα.
Σχετικές λέξεις:  μεγαλώνω μεγάλος
brought up