Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μεγαλώνω
με-γα-λώ-νω ρήμα



Αόριστος: μεγάλωσα
Μετοχή:
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το αδελφάκι μου μεγάλωσε και πάει σχολείο.
Σχετικές λέξεις:  μεγάλος μεγαλωμένος
grow up
 


 2. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν όπως έπρεπε.
bring up
 


 3. Η καθηγήτρια τον συμβούλεψε να μεγαλώσει λίγο τα γράμματά του.
enlarge
Αντώνυμα:  μικραίνω
 


 4. Οι μέρες μεγαλώνουν το καλοκαίρι.
lengthen
Αντώνυμα:  μικραίνω