Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μειώνω
μει-ώ-νω ρήμα



Αόριστος: μείωσα
Μετοχή: μειωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Αν θέλεις να αδυνατίσεις πρέπει να μειώσεις το φαγητό σου.
Αντώνυμα:  αυξάνω
Σχετικές λέξεις:  μείωση
decrease
 


 2. Δες: μειώνομαι.