Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μείωση, η
μεί-ω-ση ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της μείωσης - των μειώσεων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Στις εκπτώσεις υπάρχει μείωση των τιμών.
Συνώνυμα:  πτώση
Αντώνυμα:  αύξηση
Σχετικές λέξεις:  μειώνω
reduction