Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



αυξάνω
αυ-ξά-νω ρήμα



Αόριστος: αύξησα
Μετοχή: αυξημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Θα ζητήσω να μού αυξήσουν το μισθό μου.
Συνώνυμα:  ανεβάζω
Αντώνυμα:  μειώνω κατεβάζω
Σχετικές λέξεις:  αύξηση
raise
 


 2. Δες: αυξάνομαι.