Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μελετηρός, -ή, -ό
με-λε-τη-ρός επίθετο



αρσενικό: ο μελετηρός
θηλυκό: η μελετηρή
ουδέτερο: το μελετηρό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Οι μελετηροί μαθητές τα πάνε καλά στο σχολείο.
Σχετικές λέξεις:  μελετάω μελέτη
hardworking