Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μελετάω, -ώ
με-λε-τά-ω ρήμα



Αόριστος: μελέτησα
Μετοχή: μελετημένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μελετάω τα μαθήματα του σχολείου κάθε απόγευμα.
Συνώνυμα:  διαβάζω
Σχετικές λέξεις:  μελέτη μελετηρός
study
 


 2. Ο δικηγόρος μελετά την υπόθεσή σας και θα βρει κάποια λύση.
study
 


 3. Η ιστορία μελετά τα γεγονότα του παρελθόντος.
study
 


 4. Δες: μελετώμαι.