Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μικρό, το
μι-κρό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του μικρού - των μικρών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Φέτος το μικρό θα πάει για πρώτη φορά στο σχολείο.
Σχετικές λέξεις:  μικρός μικραίνω
child
 


 2. Τα πουλιά ψάχνουν τροφή, για να ταΐσουν τα μικρά τους.
kid, little