Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μικραίνω
μι-κραί-νω ρήμα



Αόριστος: μίκρυνα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Το φθινόπωρο οι μέρες αρχίζουν και μικραίνουν.
Αντώνυμα:  μεγαλώνω
Σχετικές λέξεις:  μικρός μικρό
shorten
 


 2. Πρέπει να μικρύνω τα γράμματά μου, γιατί δε θα φτάσει το χαρτί.
make smaller
Αντώνυμα:  μεγαλώνω