Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



μικρόφωνο, το
μι-κρό-φω-νο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του μικροφώνου - των μικροφώνων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η τραγουδίστρια εμφανίστηκε κρατώντας ένα μικρόφωνο.
Σχετικές λέξεις:  μικρός φωνή
microphone
μικρόφωνο