Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νεογέννητος, -η, -ο
νε-ο-γέν-νη-τος επίθετο



αρσενικό: ο νεογέννητος
θηλυκό: η νεογέννητη
ουδέτερο: το νεογέννητο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η μητέρα θηλάζει το νεογέννητο κοριτσάκι της.
Σχετικές λέξεις:  νέος γεννάω
newborn