Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νέφος, το
νέ-φος ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του νέφους - των νεφών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Χθες παρατηρήθηκε συγκέντρωση νεφών πάνω από τη Θράκη.
Συνώνυμα:  σύννεφο
Σχετικές λέξεις:  συννεφιάζω σύννεφο
cloud
 


 2. Μετά το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο, δημιουργήθηκε ένα ραδιενεργό νέφος.
cloud
 


 3. Το νέφος στην Αθήνα αποτελείται από βλαβερά αέρια.
smog