Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



συννεφιάζω
συν-νε-φιά-ζω ρήμα



Αόριστος: συννέφιασα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Συννέφιασε κι ο ήλιος κρύφτηκε.
Σχετικές λέξεις:  σύννεφο συννεφιασμένος νέφος
cloud over
 


 2. Το πρόσωπό του συννέφιασε, μόλις άκουσε τη δυσάρεστη είδηση.
cloud
Συνώνυμα:  σκοτεινιάζω
Αντώνυμα:  φωτίζομαι