Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σύννεφο, το
σύν-νε-φο ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του σύννεφου - των σύννεφων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Όταν μαζεύονται πολλά σύννεφα στον ουρανό, καταλαβαίνουμε ότι θα βρέξει.
Συνώνυμα:  νέφος
Σχετικές λέξεις:  συννεφιάζω συννεφιασμένος νέφος
cloud
σύννεφο