Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νόημα, το
νό-η-μα ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του νοήματος - των νοημάτων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Διάβασα το κείμενο, προσπαθώντας να καταλάβω το νόημά του.
Συνώνυμα:  σημασία έννοια
Σχετικές λέξεις:  νοητός νοητά
meaning
 


 2. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να την πείσεις. Αποκλείεται να σε ακούσει.
sense
 


 3. Μου κάνει νοήματα, αλλά δεν καταλαβαίνω τι προσπαθεί να μου πει.
sign