Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νοητά
νο-ε-ρά επίρρημα



 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Μέσα από το βιβλίο ταξίδεψα νοητά σε μακρινά μέρη.
Σχετικές λέξεις:  νοητός νόημα
in imagination