Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νοητός, -ή, -ό
νο-η-τός επίθετο



αρσενικό: ο νοητός
θηλυκό: η νοητή
ουδέτερο: το νοητό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο ισημερινός είναι μία νοητή γραμμή που χωρίζει τη γη σε δύο μέρη.
Σχετικές λέξεις:  νοητά νόημα
imaginary