Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νυχτερίδα, η
νυ-χτε-ρί-δα ουσιαστικό, θηλυκό



Γενική: της νυχτερίδας - των νυχτερίδων
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η νυχτερίδες είναι θηλαστικά, που κοιμούνται το πρωί και πετούν τη νύχτα.
Σχετικές λέξεις:  νύχτα νυχτώνω νυχτερινός
bat
νυχτερίδα