Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νυχτώνω
νυ-χτώ-νω ρήμα



Αόριστος: νύχτωσα
Μετοχή: νυχτωμένος
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Κοντεύει να νυχτώσει κι ακόμα δεν έχω τελειώσει τη δουλειά μου.
Συνώνυμα:  σκοτεινιάζω
Αντώνυμα:  ξημερώνω φέγγω χαράζω
Σχετικές λέξεις:  νύχτα καληνύχτα νυχτερινός νυχτικιά νυχτικό νυχτερίδα
getting dark
 


 2. Δες: νυχτώνομαι.