Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νυχτερινός, -ή, -ό
νυ-χτε-ρι-νός επίθετο



αρσενικό: ο νυχτερινός
θηλυκό: η νυχτερινή
ουδέτερο: το νυχτερινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Ο νυχτερινός ύπνος είναι απαραίτητος.
Αντώνυμα:  ημερήσιος
Σχετικές λέξεις:  νυχτικό νυχτώνω νύχτα νυχτερίδα
night