Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



νυχτικό, το
νυ-χτι-κό ουσιαστικό, ουδέτερο



Γενική: του νυχτικού - των νυχτικών
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Φόρεσε το νυχτικό της κι έπεσε για ύπνο.
Σχετικές λέξεις:  νύχτα νυχτώνω νυχτερινός
nightdress
 


 2. Δες: νυχτικιά.