Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



ολόσωμος, -η, -ο
ο-λό-σω-μος επίθετο



αρσενικό: ο ολόσωμος
θηλυκό: η ολόσωμη
ουδέτερο: το ολόσωμο
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 



 Η μητέρα μου φοράει ολόσωμο μαγιό.
Σχετικές λέξεις:  όλος σώμα
one-piece