Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



βλέπω (1)
βλέ-πω ρήμα



Αόριστος: είδα
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Με τα καινούργια μου γυαλιά βλέπω καλύτερα.
Σχετικές λέξεις:  βλέμμα ξαναβλέπω προβλέπω
see
βλέπω (1)


 2. Το βράδυ στο σπίτι βλέπω τηλεόραση.
watch
Συνώνυμα:  παρακολουθώ
 


 3. Ο δάσκαλος ζήτησε να δει τους γονείς μας.
see, meet
Συνώνυμα:  συναντάω
 


 4. Είναι άρρωστος. Πρέπει να τον δει γιατρός.
see
Συνώνυμα:  εξετάζω