Τα Λεξικά του ΙΕΛ
        

 Ελληνο-    
αγγλικό     

 
Ελληνο-
αραβικό

 
Ελληνο-
γερμανικό 

 
Ελληνο-
ρωσικό  

 

Ελληνο-  
τουρκικό   

 



σημερινός, -ή, -ό
ση-με-ρι-νός επίθετο



αρσενικό: ο σημερινός
θηλυκό: η σημερινή
ουδέτερο: το σημερινό
 

 Λέξη προς μετάφραση:

 

 Δείτε επίσης τις λέξεις:

 

 1. Μπορώ να δανειστώ τη σημερινή εφημερίδα;
Σχετικές λέξεις:  σήμερα
today's
 


 2. Οι σημερινοί άνθρωποι έχουν πολύ άγχος.
today's
Συνώνυμα:  σύγχρονος μοντέρνος